- ἐξηγητικόν
- ἐξηγητικόςofmasc acc sgἐξηγητικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SATURA — I. SATURA an a carminis rerumque varietate; an a Satura, lance, quae referta multis variisque primitiis Diis olim in sacrificiis offerebantur; an a lege Satura, quae unô rogatu multa simul complectebatur; an a Satyris, quod in hoc genere carminis … Hofmann J. Lexicon universale
Αντικλείδης — (3ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ιστορικός. Έργα του: Νόστοι, Δηλιακά, Περί Αλεξάνδρου και Εξηγητικόν … Dictionary of Greek
Κλείδημος ή Κλειτόδημος — (4ος αι. π.Χ.). Ατθιδογράφος. Έγραψε τα έργα Ατθίδα Λόγον Αττικόν και Εξηγητικόν, με περιγραφές εθίμων ή τελετών της Αθήνας. Από τα έργα του έχουν διασωθεί ελάχιστα αποσπάσματα … Dictionary of Greek